αναθεμελιωτής

αναθεμελιωτής
ο закладывающий новый фундамент, новую основу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναθεμελιωτής" в других словарях:

  • αναθεμελιωτής — ο θηλ. τρια αυτός που ξαναθεμελιώνει, που βάζει νέες βάσεις: Ο Αδαμ. Κοραής προσπάθησε να γίνει ο αναθεμελιωτής της ελληνικής παιδείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναθεμελιωτής — ο 1. αυτός που βάζει νέα θεμέλια, που κάνει αναθεμελίωση 2. αυτός που στηρίζει μια άποψη ή θεωρία σε νέα, λογικότερα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεμελιώνω. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ιστοριογράφο Παναγιώτη Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό [αναθεμελιωτης] ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»